κιλοβατώριο

κιλοβατώριο
Μονάδα έργου ή ενέργειας, που εκφράζει το έργο το οποίο παράγει μια μηχανή με ισχύ ένα κιλοβάτ, όταν εργαστεί επί μία ώρα. Η μονάδα αυτή προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου A = N · t, όπου Α το έργο, Ν η ισχύς και t ο χρόνος. Το κ. ονομάζεται επίσης κιλοβατώρα· ισούται με 1.000 βατώρια και ισοδυναμεί με 3.600.000 τζάουλ (J).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιλοβολταμπέρ — Μονάδα φαινόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται μέσα σε διάστημα μίας ώρας από φαινόμενη ισχύ ενός κιλοβάτ. Είναι ταυτόσημη με το κιλοβατώριο και χρησιμοποιείται στην περίπτωση του εναλλασσόμενου ρεύματος. * * * το μονάδα φαινόμενης… …   Dictionary of Greek

  • βατώρα ή βατώριο — Μονάδα ενέργειας στο πρακτικό σύστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία έχουν καταναλώσει διάφορες ηλεκτρικές συσκευές στη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Ο φυσικός ορισμός της μονάδας είναι: η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”